- πριστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. πριόνι2. πριονιστής («πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κτισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριστῆρα — πριστήρ saw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστῆρες — πριστήρ saw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροπριστήρ — ῆρος, ὁ, Α πριόνι για να κόβονται τα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πριστήρ (< πρίω «πριονίζω»)] … Dictionary of Greek
πριστηροειδής — ές, Α όμοιος με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριστήρ, ῆρος «πριόνι» + ειδής*] … Dictionary of Greek